Εγγράφεται στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν: «Ηθοποιός σημαίνει φως». Σύντομα εγκαταλείπει την ιδέα αυτή αλλά παραμένει συνεργάτης του Θεάτρου Τέχνης και του Εθνικού, υπογράφοντας μουσική για παραστάσεις του αρχαίου δράματος καθώς και για έργα σύγχρονου ρεπερτορίου. Παράλληλα αρχίζει να δημιουργεί τα πρώτα του τραγούδια: «Επαγγελματίας είναι κανείς από την πρώτη στιγμή που ασχολείται σοβαρά με αυτό που τον απασχόλησε. Άλλο το επάγγελμα από όπου κερδίζουμε χρήματα. Αυτό στη μουσική γίνεται εκ των υστέρων, αν θα γίνει που μπορεί και να μη γίνει».
Ο Μάνος Χατζιδάκις και το ρεμπέτικο
Διευρύνει την επικοινωνία του με το κοινό, και με το ένστικτο και την διορατικότητα του που διαθέτει, αναγνωρίζει την αξία κι απήχηση του παρεξηγημένου μέχρι τότε ρεμπέτικου τραγουδιού. Με ερευνητική ματιά, συνέπεια και ευαισθησία, ενσωματώνει στο έργο του τις πρώτες ύλες του λαϊκού τραγουδιού και χρίζεται πρωτοπόρος στην προσπάθεια για την ανάδειξη και δικαίωση του είδους και των πρωταγωνιστών του. Στις 31/1/1949 χρονολογείται η πασίγνωστη διάλεξή του για το ρεμπέτικο: «Θα ‘ναι κάπως ανόητο να νομίσουμε ότι ο χασάπικος μπορεί ή προσπαθεί να αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες…».
Το 1949 ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου και το ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου το Ελληνικό Χορόδραμα, με το οποίο και παρουσιάζει χαρακτηριστικά έργα. Ανάμεσά τους, διακρίνονται, σε περίοπτη θέση, οι Έξι λαϊκές ζωγραφιές ρεμπέτικα τραγούδια “μεταφρασμένα” για πιάνο και ορχήστρα με την ξεχωριστή και εντελώς προσωπική σφραγίδα του, σαν Πασχαλιές μέσα από την νεκρή γη. Κάτι που θα επαναλάβει πολλές φορές στη πολύχρονη πορεία του. Όπως, δεκαετίες αργότερα, το 1974, με τον ορχηστρικό δίσκο Ο σκληρός Απρίλης του ‘45 με παλιά ρεμπέτικα ενορχηστρωμένα “μαγικά” από τον ίδιο. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα “Πέριξ”, της ίδιας χρονιάς με μαντολίνο και πιάνο και απουσία μπουζουκιού, και την φωνή της Βούλα Σαββίδη σε αγαπημένες στιγμές. Έναν δίσκο που ο Χατζιδάκις αφιερώνει στην μνήμη της Μαρίκας Νίνου. Λίγο νωρίτερα, το 1971, είχε παρουσιάσει σε συναυλίες στην Αμερική τα “Λειτουργικά”, εννέα παλιά ρεμπέτικα μεταγραμμένα για φωνή και πιάνο ειδικά για την Φλέρυ Νταντωνάκη που τελικά βγήκαν στην δισκογραφία το 1991: «Το τραγούδι είναι έργο συμπυκνωμένο σε δυο τρεις φράσεις μουσικές και με μια απόλυτη αξία των λεπτομερειών που το συνθέτουν».
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη δεκαετία του ΄50
Στην δεκαετία του '50 θα υπογράψει ένα μεγάλο κι επιτυχημένο αριθμό τραγουδιών, πολλά από τα οποία υπηρέτησαν θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίας: “Χάρτινο το φεγγαράκι”, “Το φεγγάρι είναι κόκκινο”, “Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι”, “Βγήκανε τ’ άστρα”, “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι”, “Μη τον ρωτάς τον ουρανό”, “Κάπου υπάρχει αγάπη μου”, “Υμηττός”, “Έλα πάρε μου τη λύπη” κ.α. Τραγούδια ρυθμικά, λυρικά, με μια πρωτόγνωρη φρεσκάδα κι ενορχηστρωτική αντίληψη που διαμορφώνουν νέους κανόνες και μέτρα στην τραγουδοποιία. Οι επιρροές του από την ευρωπαϊκή μουσική φιλτράρονται στο χωνευτήρι του παραδοσιακού ηχοχρώματος και μετουσιώνονται με σοφία, ταλέντο, διαύγεια και τόλμη σε πρωτοποριακά ακούσματα που προεκτείνουν τους ορίζοντες και την γραφή των λαϊκών τραγουδιών. Άλλωστε ο ίδιος, πολλές φορές, θα τονίσει το “αδιέξοδο” της ντόπιας “σοβαρής” μουσικής: «Η μισή, ντυμένη με κουρέλια, παρίστανε την Ευρώπη, και η άλλη μισή την αθάνατη Ελλάδα».
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη δεκαετία του ΄60
Η δεκαετία του ΄60 θα φέρει ακόμα πιο κοντά το κοινό στον δημιουργό, αφού ο ίδιος με την αυστηρή, εκλεκτική και “αριστοκρατική” διάθεσή του, στέκει απόμακρος από τις μάζες και τους μηχανισμούς προβολής, και συχνά τις ίδιες τις καταθέσεις του... Η δυναμική όμως των τραγουδιών του είναι τόσο μεγάλη που λειτουργούν καταλυτικά: “Γαρούφαλλο στ’ αυτί”, “Τα παιδιά του Πειραιά”, “Αθήνα”, “Ο κυρ’ Αντώνης”, “Το πέλαγο είναι βαθύ”, “Φέρτε μου ένα μαντολίνο”, “Ο ταχυδρόμος πέθανε”, “Μια Παναγιά”, “Αστέρι του βοριά” κ.α.
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά». Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. «Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα», ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. «Τα παιδιά του Πειραιά» έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…», έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β” βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του «Κουρασμένο παλληκάρι». Το Α” δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την «Απαγωγή».
Μια “Οδός ονείρων” που “Αυτοσχεδιάζοντας” κρύβει το περίφημο Όσκαρ σε μια “Μικρή Αχιβάδα”, περιμένοντας τους “Δεκαπέντε Εσπερινούς” για να φανερώσει το “Το χαμόγελο της Τζοκόντας”. Που ταξιδεύει στη “Μυθολογία”, στους “Όρνιθες”, κι από εκεί στον “Καπετάν Μιχάλη”, στους “Αντικατοπτρισμούς”, στη “Ρυθμολογία”, κι απ’ την “Εποχή της Μελισσάνθης” πετά στη “Ρωμαϊκή Αγορά”. Μια διαρκής αναζήτηση και ανανέωση του μουσικού λόγου και των εκφραστικών μέσων του δημιουργού, από την πιο κλασική έως και το πιο μοντέρνα αρμονική πλοκή, από το παραδοσιακό στο φουτουριστικό ύφος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις στη δεκαετία του ΄70
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 κι ενώ βρίσκεται στην Αμερική, κυκλοφορούν τα άλμπουμ “Επιστροφή” και “Της γης το χρυσάφι” σε στίχους Γκάτσου, επιβεβαιώνοντας το ταλέντο, την γνώση, “μαστοριά” και άνεσή του, να δημιουργεί πρωτότυπες λαϊκές μελωδίες: “Μίλησέ μου”, “Η πίκρα σήμερα”, “Χελιδόνι σε κλουβί”, “Η μικρή Ραλλού”, “Χασάπικο ‘40”, “Ασπρο περιστέρι” κ.α.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Χατδιδάκις εγκαινιάζει δύο νέα δισκογραφικά λογότυπα, στη Lyra, τα “Νότος” και “Πολύτροπο”, μέσα από τα οποία εκδίδει τα έργα του. Παράλληλα βγαίνει ένα από τα πιο “ιστορικά” έργα της ελληνικής δισκογραφίας, “Ο Μεγάλος Ερωτικός”, με ποιήματα Ελλήνων ποιητών όλων των εποχών (Ευριπίδης, Σαπφώ, Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Γκάτσος κ.α). Άλλες εργασίες του που ξεχωρίζουν: “Αθανασία” και “Τραγούδια για την Ελένη”.
Με το κύρος και το ειδικό βάρος του, θα αφήσει την σφραγίδα του και στην κρατική ραδιοφωνία, ως γενικός διευθυντής της ΕΡΤ, και κυρίως στο Γ' πρόγραμμα, όπου στην “χατζιδακική” εποχή του χαρακτηρίστηκε για την υψηλή ποιοτική στάθμη και ακροαματικότητά του. Μέσα από τις συχνότητές του ο Χατζιδάκις συγκέντρωσε και παρουσίασε τα έργα νέων - και όχι μόνο - αξιόλογων δημιουργών του καλλιτεχνικού και πνευματικού ορίζοντα.
Μάνος Χατζιδάκις - Επίλογος
Στη δεκαετία του '80, με πρωτοβουλία του πραγματοποιούνται οι “Μουσικοί Αγώνες” στην Κέρκυρα, ενώ ιδρύει το πολιτιστικό περιοδικό “Τέταρτο” και την δισκογραφική εταιρία “Σείριος” που στεγάζουν ανανεωτικές και “ριζοσπαστικές” τάσεις.
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.
πηγή: www.ogdoo.gr